- μονομαχικά
- μονομαχικόςofneut nom/voc/acc plμονομαχικά̱ , μονομαχικόςoffem nom/voc/acc dualμονομαχικά̱ , μονομαχικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονομαχικός — μονομαχικός, ή, όν (Α) [μονομάχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβαίνει στη μονομαχία 2. αυτός που προορίζεται για τους μονομάχους («μονομαχικά χρήματα», Δίων. Κάσσ.) … Dictionary of Greek